άγνωστος

άγνωστος
57 ἄγνωστος
{прил., 1}
неведомый, неизвестный, незнакомый, непонятный (Деян. 17:23).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άγνωστος" в других словарях:

  • ἄγνωστος — unknown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… …   Dictionary of Greek

  • άγνωστος — η, ο 1. ανεξακρίβωτος: Είναι άγνωστο πότε θα γυρίσει. 2. αυτός που δεν έχει διδαχτεί: Οι μαθητές εξετάζονται και σε άγνωστο κείμενο. 3. αυτός που δεν ξέρει, ο άπειρος: Οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνονται σαν το ψάρι (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… …   Dictionary of Greek

  • ἀγνωστότερον — ἄγνωστος unknown adverbial comp ἄγνωστος unknown masc acc comp sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωστοτέρων — ἄγνωστος unknown fem gen comp pl ἄγνωστος unknown masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνώστως — ἄγνωστος unknown adverbial ἄγνωστος unknown masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγνωστον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγνωτον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg ἄγνωτος masc/fem acc sg ἄγνωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωστοτάτην — ἄγνωστος unknown fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»